Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

εν λευκώ...

Θάλασσα, θάλασσα…
Η θάλασσα, απρόσμενη και ανεξήγητη, ίδια και διαφορετική,
ερμηνευμένη μόνο στη κλίμακα Μποφόρ, ίσως είναι το όραμα μιας
ανεκπλήρωτης ελευθερίας, ένα ταξίδι στο πέλαγος της ουτοπίας.

«Αν κάτι ενώνει τούτο τον τόπο, εδώ και χιλιάδες χρόνια, είναι η
θάλασσα. Στη θάλασσα δοκιμάζονται τα όρια και η δύναμη των
ανθρώπων, δίνεται μάχη για το ξεπέρασμα του φόβου και την
ανακάλυψη του καινούργιου»

Στην Ελλάδα με συνολικά 1500 νησιά και βραχονησίδες και με μήκος ακτών μεγαλύτερο από 15.000 χιλιόμετρα – περισσότερο από το μισό των ακτών της Αφρικής (!) – η θάλασσα ήταν πάντοτε η έξοδος προς τα μπρος, ήταν πηγή εργασίας και πλουτισμού, αλλά και κατάρα και θάνατος. Η ναυτιλία ήταν η λύση για χιλιάδες ανθρώπους των άγονων νησιών. Τις δεκαετίες της μετανάστευσης πολλοί προτίμησαν τη θάλασσα, όχι τόσο για την περιπέτεια αλλά για τα χρήματα. Παράλληλα με το «δαιμόνιο της φυλής» και την εκμετάλλευση των ευκαιριών, η Ελλάδα – οι πλοιοκτήτες της, για να ακριβολογούμε – εδώ και δεκαετίες διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους.

Στην εποχή του τουρισμού
Παλαιότερα, που οι άνθρωποι έπρεπε να αγωνιστούν για την επιβίωσή τους, η θάλασσα ήταν κάτι μακρινό και ξένο για όσους δεν ήταν ναυτικοί ή ψαράδες. Η άνυδρη παράκτια γη ήταν άχρηστη και γι’ αυτό την κληροδοτούσαν στα παιδιά που είχαν μεταναστεύσει. Αγρότες και κτηνοτρόφοι έκλειναν τη ζωή και τα ήθη προς τα ενδότερα. Όμως οι καιροί άλλαξαν. Οι χωριάτες μετανάστευσαν στις πόλεις, έγιναν αστοί και καταναλωτές. Η τυποποίηση της ζωής των πόλεων – σταθερή εργασία, ικανοποιητική αμοιβή, καλοκαιρινή άδεια, ανάγκη απεγκλωβισμού από την αστική κανονικότητα – η σταθερή πολιτική κατάσταση και η βελτίωση των θαλάσσιων συγκοινωνιών οδηγεί σε μαζική καλοκαιρινή φυγή προς τις θαλασσινές περιοχές της χώρας. Έτσι, η χέρσα παράκτια γη έγινε πανάκριβη και σε λίγα χρόνια το τοπίο άλλαξε: μικρά και μεγάλα ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια, εστιατόρια και καφετέριες έκαναν τη θάλασσα καταναλωτικό προϊόν. Οι άνθρωποι των πόλεων, Έλληνες και Δυτικοευρωπαίοι, το καλοκαίρι αποασυλοποιούνται και, έστω για λίγο, ψαρεύουν, κάνουν σερφ, ηλιοθεραπεία, παίζουν με τα κουβαδάκια των παιδιών τους, ανάβουν φωτιές, τραγουδούν με κιθάρες, κοιμούνται στην άμμο… Η θάλασσα είναι η αφορμή ελευθερίας, σπάει το κουρδιστό μηχανάκι του μυαλού μας και ξαναμοιράζεται ο κόσμος.


Αποκλεισμένοι…
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πως γίνεται να ζουν οι κάτοικοι της ηπειρωτικής χώρας μακριά από τη θάλασσα. Όχι για να κάνουν μπάνιο, αλλά σαν σημείο φυγής, σαν προοπτική και διέξοδος. Πως γίνεται να μένεις εκατό χιλιόμετρα μακριά από τα παράλια και να μη νοιώθεις εγκλωβισμένος; Από την άλλη όμως, του κυρ Μήτσου από τα Τρίκαλα, που διατηρεί εκλεκτό εστιατόριο στην Κυψέλη, μεγαλωμένου στην πεδιάδα, του φαίνεται αδιανόητο να ζουν άνθρωποι στα νησιά και να τραβιούνται με τα Μποφόρ και τη θάλασσα. «Καταδικασμένοι άνθρωποι είσαστε εσείς οι νησιώτες, έτσι κυκλωμένοι από τη θάλασσα. Στα Τρίκαλα αν θες πας και με τα πόδια». Καθένας όπως έμαθε. Η σχέση με τη θάλασσα μοιάζει με την πρόσληψη της τέχνης, ποτέ δεν την έχεις καταλάβει εντελώς, αλλά πάντα μπορείς να βρεις κάτι από τον εαυτό σου μέσα της.


Θαλασσινές εικόνες
Το καλοκαίρι αργά το απόγευμα, με τον Ήλιο στη δύση, την ώρα που έχουν καταλαγιάσει οι εντάσεις της μέρας και ξαπλωμένος ανάσκελα στην επιφάνεια της θάλασσας, αφήνοντας το λογισμό να πέσει σε λήθαργο και αναπνέοντας από τις άκρες των δακτύλων, σιγά – σιγά εξαφανίζονται όλα, δεν υπάρχει τίποτα, μόνο η θάλασσα και ο ουρανός.
Ή πάλι με ένα κανό ή μια βάρκα, κωπηλατώντας μέχρι την απέναντι βραχονησίδα, που μπορεί να τη λένε Βενέτικο, Καλόγερο, Πόρτες ή Παρθένο, μπορείς να κρυφτείς σε απάνεμα λιμανάκια και να ανακαλύψεις θαλασσινές σπηλιές. Και αν συνεχίσεις ίσως βρεθείς κοντά στις παλιές ναυτικές ρότες για Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη, μπορεί να περάσεις δίπλα από παλιά ναυάγια και να ζωντανέψει η εποχή της πειρατείας, όταν ένα πολυεθνικό συνονθύλευμα εμπόρων, πειρατών, φυγάδων και πολεμιστών προσπαθούσε να ελέγξει τα θαλασσινά περάσματα.
Όμως η καλύτερη σχέση με τη θάλασσα δημιουργείται όταν ζεις δίπλα της, τρως από τα ψάρια της, κολυμπάς στα νερά της, λιάζεσαι στις αμμουδιές και τα βράχια της και ψήνεται το δέρμα σου από την αρμύρα και τον Ήλιο. Την κοιτάς να αλλάζει την ώρα και τον καιρό. Ξυπνάς με την ανατολή, κάνεις μπάνιο στα διάφανα πρωινά νερά, αντιλαμβάνεσαι και την παραμικρή αλλαγή του ανέμου, ένα ελαφρύ βοριαδάκι αμέσως ρυτιδώνει την ακύμαντη επιφάνεια. Καταδύεσαι στην απεραντοσύνη του βυθού και σιωπηλός παρακολουθείς τον υδάτινο κόσμο τριγύρω σου. Ψαρεύεις, μαγειρεύεις, προσμένεις το χρυσό φως της δύσης. Και τις ανέφελες νύχτες, ξαπλωμένος ανάσκελα, ανασαίνοντας την αρμύρα των βράχων, κοιτάς υπνωτισμένος τους μακρινούς αστέρες. Νύχτα με τη νύχτα μαθαίνεις να ξεχωρίζεις το δυνατό κόκκινο φως του πλανήτη Άρη, τον Βέγα, τον Ντενέμπ και τον Αλταΐρ, να βρίσκεις τον Πολικό αστέρα, την Κασσιόπη και τον Πήγασο. Να βλέπεις τους πυρακτωμένους διάττοντες αστέρες του Αυγούστου – τις Περσείδες – να κατακλύζουν το οπτικό σου πεδίο. Και τριγύρω σου η θάλασσα ατάραχη να ησυχάζει τους φόβους και τα πάθη σου. Με σκηνή ή υπνόσακο μπορείς να μείνεις δίπλα στο κύμα, στις δεκάδες ερημικές παραλίες των νησιών. Μόνο πρόσεχε, γιατί απαγορεύεται, μπορεί να συλληφθείς και να πας Αυτόφωρο! Ναι, η απίστευτη ελληνική δημοκρατία, αφού έχει αφήσει ανενόχλητους μικρούς και μεγάλους ιδιοκτήτες να καταπατούν και να τσιμεντώνουν τον αιγιαλό σε όλη την επικράτεια, απαγορεύει αυστηρά το ελεύθερο κάμπινγκ.


Ποιος αγαπά τη θάλασσα;
Όταν τελειώνει το καλοκαίρι και καταλαγιάζει η τουριστική λαίλαπα και οι θαλασσινοί τόποι σιγά – σιγά ησυχάζουν, αναρωτιέμαι πόσοι πραγματικά αγαπούν τη θάλασσα.
Σε πολλούς αρέσει ο Καββαδίας, αλλά πόσοι μπορούν να αρνηθούν την ασφάλεια της στεριανής ζωής και να πλανηθούν ανέστιοι στην ανασφάλεια της περιπέτειας, στην απρόσμενη θάλασσα… Οι περισσότεροι έγιναν ναυτικοί από ανάγκη, ήταν μια λύση δοκιμασμένη από αιώνες.
Ταξίδεψαν στις θάλασσες του κόσμου – πολλοί χάθηκαν σε ναυάγια – και μόλις βγήκαν στη σύνταξη ή αφού σπούδασαν τα παιδιά τους, γύρισαν για να ριζώσουν στον τόπο τους.


Σιχαίνομαι τον ναυτικό που εμάζεψε
Λεφτά
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε
Κατουράει(Θεσσαλονίκη ΙΙ, Ν. Καββαδίας, Τραβέρσο)


πηγή: γεωτρόπιο, τεύχος 320, Σάββατο 3 Ιουνίου 2006, κείμενο: Γιάννης Κωσταρής

Δεν υπάρχουν σχόλια: